Νικολάους

Νικολάους
Νικόλαος
date
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νικολάους — νικόλαος date masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέναου, Νικολάους — (Nicolaus Lenau, Κσατάντ, Ουγγαρία 1802 – Ομπερντέμπλινγκ, Βιέννη 1850). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αυστριακού ποιητή Νικολάους Νιμπς φον Στρελενάου (Nikolaus Niembsch von Strehlenau). Σπούδασε νομικά και ιατρική και εγκαταστάθηκε στη Στουτγάρδη,… …   Dictionary of Greek

  • Κουζάνους, Νικολάους — (Nikolaus Cusanus ή Chrypffs ή Krebs von Cues, Κους, Γερμανία 1401; – Τόντι, Ιταλία 1464). Γερμανός ιερέας και φιλόσοφος. Σπούδασε νομική στην Πάντοβα, αλλά επέστρεψε στην Κολονία για θεολογικές σπουδές, στις οποίες και παρουσίαζε κλίση.… …   Dictionary of Greek

  • Αλβίντζι, Νικόλαους — (1735 – 1810). Αυστριακός στρατιωτικός. Οι στρατιωτικές ικανότητές του αξιοποιήθηκαν κατά τον 7ετή πόλεμο (1756 63). Ηττήθηκε από τον Βοναπάρτη στις ιταλικές πόλεις Άρκολε και Ρίβολι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διορίστηκε διοικητής της… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • PANIS nicolaus — ita placentas appellavit Augustus, a Nicolao Damasceno sibi exhibitas et donatas, apud photium Biblioth. Palladius in Histor. Lausiaca, c. 4. Καὶ Νικολάους παμμεγέθεις ἄρτους δέκα καθαροὺς καὶ θερμοὺς, Et Nicolaos prodigiosae magnitudinis panes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Κίνσκι, Κλάους — (Klaus Kinski, Πολωνία 1926 – ΗΠΑ 1991). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού ηθοποιού Νικολάους Γκάνθερ Νακζίνζκι (Nikolaus Gunther Nakszynski). Εξαιτίας του ιδιόμορφου προσώπου του, με εκφραστικά μάτια, τονισμένα ζυγωματικά και χείλη, ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”